ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
δειγματολήπτης Βρετανικού Εθνικού Κόρπους (ο) | British National Corpus sampler |
δειγματολόγιο κόρπους (ο) | corpus sampler |
δείκτες λόγου | discourse deixis |
δείκτης λόγου | discourse marker |
δείκτης διακριτικότητας (ο) | discrimination index |
δείκτης | exponent |
δείκτης ευκολίας (ο) | item facility |
δείκτης (ο) | marker |
δείκτης άρνησης (ο) | negator |
δειγματοληψία | sampling |