ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

820 results
Greek Term English Term
γοητευμένος,-η,-ο charmed
γλώσσα αλυσιδωτών προτάσεων (η) clause-chaining language
γλωσσικό συμφραστικό πλαίσιο (το) co-text
γνώση (η) cognition
Γνωσιακός-ή-ό, γνωστικός-ή-ό cognitive
γνωστικός,-ή,-ό cognitive
γνωσιακός,-ή,-ό cognitive
γνωστικές προσεγγίσεις στη γραμματική (οι) cognitive approaches to grammar
γνωστική δέσμευση (η) cognitive commitment
γνωσιακή περιοχή (η) cognitive domain