ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

820 results
Greek Term English Term
γυ­μνός-ή-ό bare
γυμνό απαρέμφατο (το) bare infinitive
γυμνή ΟΦ (η) bare NP
Γυμνός πληθυντικός (ο) bare plural
γλώσσα του Μπουτάν (η) Bhutani
γλώσσα του σώματος (η) body language
γλωσσικός θάνατος από τη βάση προς την κορυφή (ο) bottom-to-top language death
Γέφυρα (η) bridge
γλώσσα των Μπουρούσο (η) Burushaski
γενίκευση του Μπούρζιο (η) Burzio’s generalization