ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
γυμνός-ή-ό | bare |
γυμνό απαρέμφατο (το) | bare infinitive |
γυμνή ΟΦ (η) | bare NP |
Γυμνός πληθυντικός (ο) | bare plural |
γλώσσα του Μπουτάν (η) | Bhutani |
γλώσσα του σώματος (η) | body language |
γλωσσικός θάνατος από τη βάση προς την κορυφή (ο) | bottom-to-top language death |
Γέφυρα (η) | bridge |
γλώσσα των Μπουρούσο (η) | Burushaski |
γενίκευση του Μπούρζιο (η) | Burzio’s generalization |