ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

820 results
Greek Term English Term
γραμματικοποίηση (η) degrammaticalization
γραμματικοποίηση (η) gramma(ticalization/ticiza/tiza)
γραμματικομεταφραστική μέθοδος (η) grammar translation method
γραμματικός κώδικας (ο) grammatical code
γραμματικός καθορισμός (ο) grammatical conditioning
γραμματικός όρος (ο) grammatical term
Γραμματικοποίηση (η) Grammaticalization / grammaticization
γραμματικοποιώ grammaticalize
γραμματικοποιώ grammaticalize / grammaticize
γραμματικοποιημένος,-η,-ο grammaticalized