ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
γοητεία (η) | charm |
Γοητεία (η), θέλγητρο (το) | charm |
γοητευμένος,-η,-ο | charmed |
Γοητευμένος-η-ο/ θελκτικός-ή-ό | Charmed |
γνωστικός,-ή,-ό | cognitive |
γνωστικό/γνωσιακό στυλ (το) | cognitive style |
γνωστός,-ή-ό, | given |
Γνωστός-ή-ό, δεδομένος-η-ο | given |
Γοαχίρο (η) (γλώσσα) | Goajiro |
γόητρο (το) | prestige |