ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

820 results
Greek Term English Term
γοητεία (η) charm
Γοητεία (η), θέλγητρο (το) charm
γοητευμένος,-η,-ο charmed
Γοητευμένος-η-ο/ θελκτικός-ή-ό Charmed
γνωστικός,-ή,-ό cognitive
γνωστικό/γνωσιακό στυλ (το) cognitive style
γνωστός,-ή-ό, given
Γνωστός-ή-ό, δεδομένος-η-ο given
Γοαχίρο (η) (γλώσσα) Goajiro
γόητρο (το) prestige