ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

820 results
Greek Term English Term
γλωσσική μηχανική (η) language engineering
γλωσσική οικογένεια (η), οικογένεια γλωσσών (η) language family
γλωσσική μίξη (η) language mixing
γλωσσική νεολογία (η) language neology
γλωσσική μεταρρύθμιση (η) language reform
Γλωσσική μεταχείριση (η) language treatment
Γλωσσική μεταχείριση (η) Language treatment
γλωσσική νόρμα (η) linguistic norm
γλωσσική μονάδα (η) linguistic unit
γλωσσική μετατόπιση (η) shift