ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

820 results
Greek Term English Term
γλωσσική ικανότητα competence
γλωσσική ικανότητα (η) general intelligence
γλωσσική κατάκτηση (η) language acquisition
γλωσσική έφεση (η) language aptitude
γλωσσική κατανόηση (η) language comprehension
γλωσσική καταγραφή (η) language documentation
γλωσσική ικανότητα (η) language faculty
γλωσσική έρευνα (η) language survey
γλωσσική επιστήμη (η), γλωσσολογική επιστήμη (η) linguistic science
γλωσσική επιτέλεση (η) performance