ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

820 results
Greek Term English Term
γεννήτρια πινάκων συμφραζομένων concordance generator
γενικός όρος (ο) cover term
γενικός,-ή,-ό general
γενικότητα (η) generality
γενικό λεξικό (το) general-purpose dictionary
γεννώ / γεννιέμαι generate
Γεννήτρια (η), γεννήτορας (ο) generator (GEN)
γεννήτριες (οι), γεννήτορες (οι) generators
γενικότητα (η) genericity
γεννήτρια λέξεων κλειδιών (η) key-word generator