ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

820 results
Greek Term English Term
γενική έννοια (η) general concept
γενική γραμματική (η) general grammar
γενική λεξικογραφία (η) general lexicography
γενική ερμηνεία (η) general reading
γενική επιστήμη των όρων (η) general terminology
γενική θεωρία της επιστήμης των όρων (η) general theory of terminology
γενική ερμηνεία (η) generic reading
γενική ερώτηση (η) global question
γενική έμμεσου αντικειμένου (η) indirect object genitive
γενική κτητική (η) possessive genitive