ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
γενική έννοια (η) | general concept |
γενική γραμματική (η) | general grammar |
γενική λεξικογραφία (η) | general lexicography |
γενική ερμηνεία (η) | general reading |
γενική επιστήμη των όρων (η) | general terminology |
γενική θεωρία της επιστήμης των όρων (η) | general theory of terminology |
γενική ερμηνεία (η) | generic reading |
γενική ερώτηση (η) | global question |
γενική έμμεσου αντικειμένου (η) | indirect object genitive |
γενική κτητική (η) | possessive genitive |