ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
γενετικός,-ή,-ό | generative |
γενετικός-ή-ό, γεννητικός-ή-ό | generative |
γενετική/γεννητική δυναμικότητα (η) | generative capacity |
Γενετικοί Γλωσσολόγοι του Παλαιού Κόσμου (οι) | Generative Linguists of the Old World (GLOW) |
γενετικοί φωνοτακτικοί περιορισμοί (οι) | generative phonotactics |
γενετικοί κανόνες (οι) | generative rules |
γενετικοί σημασιoλόγοι (οι) | generative semanticists |
γενετικιστής (ο) | generativist |
γενετικός ορισμός (ο) | genetic definition |
γενετικό μοντέλο (το) | genetic model |