ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

820 results
Greek Term English Term
Γνωσιακός-ή-ό, γνωστικός-ή-ό cognitive
γνωσιακός,-ή,-ό cognitive
γνωσιακή σημασία (η) cognitive meaning
γνωσιακή σημασία (η) cognitive meaning
γνωσιακό μοντέλο (το) cognitive model
γνωσιακή σημασιολογία (η) cognitive semantics
Γνωσιακή σημασιολογία (η), γνωστική σημασιολογία (η) cognitive semantics
γνωσιακό συνώνυμο (το) cognitive synonym
γνωσιακό σύστημα (το) cognitive system
γνωσιακότητα (η), γνωστικότητα (η) cognitivism