ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

820 results
Greek Term English Term
γνώση (η) cognition
γνώρισμα cue
γνωρίσματα προσώπου facial cues
Γλωττιδογράφημα (το) Glottogram
Γλωττιδογράφος (ο) glottograph
γλωττιδογραφία (η) glottography
γνωμική (η) (όψη) gnomic
γνάθος (η) jaw
Γνώση για τη Γλώσσα (η) Knowledge about language
γναθιαία ρύθμιση (η) mandibular setting