ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

820 results
Greek Term English Term
γλωττιδικός,-ή,-ό glottal
γλωττιδικό τριβόμενο (το) glottal fricative
γλωττιδικός,-ή,-ό glottalic
γλωττιδικός μηχανισμός ρεύματος αέρα (o) glottalic air stream mechanism
Γλωττιδικοποίηση (η) glottalisation
γλωττιδικοποιημένος-η-ο glottalised
Γλωττιδικοποίηση (η) glottalization
γλωττιδικοποίηση (η) glottalization
γλωττιδικοποιώ glottalize
γλωττιδικοποιημένος,-η,-ο glottalized