ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

820 results
Greek Term English Term
γλωσσικός θάνατος από τη βάση προς την κορυφή (ο) bottom-to-top language death
γλωσσικός θάνατος (ο) death of language
γλωσσικός θάνατος (ο) language death
γλωσσικός εμπλουτισμός (ο) language enrichment
γλωσσικός σχεδιασμός (ο) language planning
γλωσσικός καθαρισμός (ο) language purification
γλωσσικός καθαρισμός (ο) language purism
γλωσσικός επιπολιτισμός (ο) linguistic acculturation
γλωσσικός άτλας (ο) linguistic atlas
γλωσσικός καθαρισμός (ο) linguistic purism