ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
γεννήτρια πινάκων συμφραζομένων | concordance generator |
γενικός όρος (ο) | cover term |
γενικός,-ή,-ό | general |
γενικότητα (η) | generality |
γενικό λεξικό (το) | general-purpose dictionary |
γεννώ / γεννιέμαι | generate |
Γεννήτρια (η), γεννήτορας (ο) | generator (GEN) |
γεννήτριες (οι), γεννήτορες (οι) | generators |
γενικότητα (η) | genericity |
γεννήτρια λέξεων κλειδιών (η) | key-word generator |