ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
α-δέσμευση / αναφορική δέσμευση σε θέση ορίσματος) /αναφορική δέσμευση σε οργανική θέση (η) a-binding
πεδίο αναφορικής δέσμευσης (το) A-binding field
αρχές αναφορικής δέσμευσης (οι) a-binding principle
όροι αναφορικής δέσμευσης (οι) A-binding terms
θεωρία αναφορικής δέσμευσης (η) A-binding theory
Ελλειπτική (πτώση) (η) abessive
ικανότητα (η) ability
Αμπχαζιανή (γλώσσα) (η) Abkhaz
Αμπχαζιανή-Αντιγκιανή (γλώσσα) (η) Abkhaz-Adyge
Αμπχαζιανή (γλώσσα) (η) Abkhazi