ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
α-δέσμευση / αναφορική δέσμευση σε θέση ορίσματος) /αναφορική δέσμευση σε οργανική θέση (η) | a-binding |
πεδίο αναφορικής δέσμευσης (το) | A-binding field |
αρχές αναφορικής δέσμευσης (οι) | a-binding principle |
όροι αναφορικής δέσμευσης (οι) | A-binding terms |
θεωρία αναφορικής δέσμευσης (η) | A-binding theory |
Ελλειπτική (πτώση) (η) | abessive |
ικανότητα (η) | ability |
Αμπχαζιανή (γλώσσα) (η) | Abkhaz |
Αμπχαζιανή-Αντιγκιανή (γλώσσα) (η) | Abkhaz-Adyge |
Αμπχαζιανή (γλώσσα) (η) | Abkhazi |