ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Α-δεσμευμένος-η-ο | A-bound |
Αδέσμευση (η) | A-bounding |
Αμπχαζιανή (γλώσσα) (η) | Abkhazian |
αφαιρετικός-ή-ό | ablative (abl, ABL) |
αφαιρετική (η) | ablativus |
μετάπτωση (η) | ablaut |
μεταφωνία (η) | ablaut |
συνεπτυγμένο λεξικό (το) | abridged (dictionary) |
απότομος,-η,-ο | abrupt |
απότομη έμβαση της φωνής (η) | abrupt onset of voicing |