ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ψυχογλωσσολογικός-ή-ό | psycholinguistic |
Ψυχογλωσσολογία | psycholinguistics |
ψυχολογική απόσταση (η) | psychological distance |
ψυχολογική γλωσσολογία (η) | psychological linguistics |
ψυχολογικό αντικείμενο (το) | psychological object |
Ψυχολογική πραγματικότητα (η) | psychological reality |
Ψυχολογική πραγματικότητα (η) | psychological reality |
ψυχολογικό υποκείμενο (το) | psychological subject |
ψυχολογικά πραγματικός-ή-ό | psychologically real |
ψυχολογία της γλώσσας (η) | psychology of language |