ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

720 results
Greek Term English Term
ταξινομικό ρήμα (το) classifying verb
ταξινομικός δομισμός/στρουκτουραλισμός (ο) taxonomic structuralism
ταξινομικός-ή-ό taxonomic
ταξινομώ sort
ταξινομώ classify
ταξωνυμία (η) taxonymy
ταξώνυμο taxonym
Ταραχουμάρα (η) (γλώσσα) Tarahumara
Ταρσκική σημασιολογία (η) Tarskian semantics
τάση (η) tension