ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

720 results
Greek Term English Term
τύπος (φωνητικός) (ο) form (sound)
τύπος αναζήτησης (ο) look-up form
τύπος αναζήτησης στο λεξικό (ο) dictionary look-up form
τύπος βάσης (ο) base form
τύπος ευγένειας (ο) politeness formula
τύπος κεφαλής/λήμματος (ο) head form
τύπος λέξης word form
τύπος λέξης (ο), είδος λέξης (το) word type
τύπος λεξικού (ο) dictionary type
τύπος με αστερίσκο (ο) starred form