ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

115 results
Greek Term English Term
Ηλεκτρονικό Αρχείο Μηχανικώς Αναγνώσιμων Αγγλικών Κειμένων του Ίνσμπρουκ (το) ICAMET
ηχηρότητα (ενταση φωνητική) (η) intensity
ημισφαιρική εξειδίκευση (η) lateralization
ηγούμενος τόνος (ο) leading tone
ηγούμενο στοιχείο (το) lexical antecedent
ήπιος,-α,-ο mellow
ήπιο έναντι συριστικού/στενωτικού τριβόμενου (το) mellow vs strident
ημίκλειστος,-η,-ο mid-close
Ηλεκτρονικό Κόρπους των Αγγλικών του Τάινσαϊντ του Νιούκασλ (το) Newcastle Electronic Corpus of Tyneside English (NECTE)
ημιανοικτός,-ή,-ό open-mid