ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

115 results
Greek Term English Term
ημιδίγλωσσο λεξικό (το) semi-bilingual dictionary
ημιβοηθητικός-ή-ό semi-auxiliary
ημιπρόσφυμα (το) semi-affix
ημερομηνία έκδοσης (η) publication date
ηλεκτρονικό λεξικό τσέπης (το) pocket electronic dictionary
ημιανοικτός,-ή,-ό open-mid
Ηλεκτρονικό Κόρπους των Αγγλικών του Τάινσαϊντ του Νιούκασλ (το) Newcastle Electronic Corpus of Tyneside English (NECTE)
ημίκλειστος,-η,-ο mid-close
ήπιο έναντι συριστικού/στενωτικού τριβόμενου (το) mellow vs strident
ήπιος,-α,-ο mellow