ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ημιδίγλωσσο λεξικό (το) | semi-bilingual dictionary |
ημιβοηθητικός-ή-ό | semi-auxiliary |
ημιπρόσφυμα (το) | semi-affix |
ημερομηνία έκδοσης (η) | publication date |
ηλεκτρονικό λεξικό τσέπης (το) | pocket electronic dictionary |
ημιανοικτός,-ή,-ό | open-mid |
Ηλεκτρονικό Κόρπους των Αγγλικών του Τάινσαϊντ του Νιούκασλ (το) | Newcastle Electronic Corpus of Tyneside English (NECTE) |
ημίκλειστος,-η,-ο | mid-close |
ήπιο έναντι συριστικού/στενωτικού τριβόμενου (το) | mellow vs strident |
ήπιος,-α,-ο | mellow |