ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ηχηροποιημένος / ηχηρός-ή-ό | voiced |
ηχηρό χαρακτηριστικό | voiced feature |
ηχηρό σύμφωνο | voiced consonant |
ητικός | etic |
ήπιος,-α,-ο | mellow |
ήπιο έναντι συριστικού/στενωτικού τριβόμενου (το) | mellow vs strident |
Ηπειρωτική κελτική (η) (γλώσσα) | Continental Celtic |
ηογ | epg |
ημιφωνοποίηση (η) | glide formation |
ημίφωνο [j]/[y] (το) | yod |