ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

115 results
Greek Term English Term
ηχηροποιημένος / ηχηρός-ή-ό voiced
ηχηρό χαρακτηριστικό voiced feature
ηχηρό σύμφωνο voiced consonant
ητικός etic
ήπιος,-α,-ο mellow
ήπιο έναντι συριστικού/στενωτικού τριβόμενου (το) mellow vs strident
Ηπειρωτική κελτική (η) (γλώσσα) Continental Celtic
ηογ epg
ημιφωνοποίηση (η) glide formation
ημίφωνο [j]/[y] (το) yod