ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ενοποιημένα χαρακτηριστικά | unified features |
Ενιαίος Εντοπιστής Πόρων (ο) | Uniform Resource Locator |
ενοποιώ | unify |
ένωση | union |
ενωσιακός κατάλογος (ο) | union list |
ενωσιακό σύνολο (το) | union set |
ενότητα (η) | unit |
ενοποίηση σε μία λεκτική μονάδα (η) | univerbation |
ενημερώνω | update |
ενδυνάμωση (η) | upstep |