ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Ευθυγραμμίζω | align |
ευθυγράμμιση (η) | alignment |
ευθυγράμμιση κειμένων (η) | alignment of texts |
εναλλακτής (ο) | alternant |
Εναλλακτική (η) | alternant |
εναλλασσόμενοι τύποι δοκιμασίας (οι) | alternate forms |
εναλλασσόμενο στοιχείο απάντησης (το) | alternate response item |
εναλλασόμενος,-η,-ο | alternating |
εναλλαγή (η) | alternation |
Εναλλαγή1 (η), αναπλήρωση (η) | alternation |