ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εγγραφή enrollment
έγγραφα τεκμήρια (τα) paper documents
εγγενώς μετασχηματιστικός,-ή,-ό inherently transformational
εγγενώς ελεγχόμενη (συμπεριφορά) (η) innately guided
εγγενής σημασιολογική σχέση (η) inherent semantic relation
εγγενής πτώση (η) inherent Case
εγγενής αμφισημία (η) inherent ambiguity
εγγενής αιτιατική (η) inherent accusative
εγγενές χαρακτηριστικό (το) inherent feature
εγγένεια (η) inherentness