ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εγχειρίδιο χρήσης (το) manual
εγχειρίδιο χρήσης λεξικού (το) dictionary workbook
έγχρονος tensed
έγχρονος τύπος (ο) tensed form
Έγχρονος-η-ο, Με χρόνο tensed
εγωκεντρική γλώσσα (η) egocentric language
Εγωκεντρική ομιλία (η) egocentric speech
Εγωκεντρική ομιλία (η) Egocentric speech
εγωκεντρικό συγκεκριμένο (το) egocentric particular
εγωκεντρικός-ή-ό egocentric