ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
επιρρηματικό (το) | adposition |
ενηλικοκεντρικός,-ή,-ό | adultocentric |
ενηλικόμορφος,-η,-ο | adultomorphic |
Επιρρ | Adv |
επιρρ | adv |
επίρρημα (το), επιρρηματικός,-ή,-ό | adverb (A, adv, ADV) |
Επιρρηματική πρόταση (η) | adverb clause |
επιρρηματική φράση (η) | adverb phrase |
επιρρηματικό (το) | adverbial |
Επιρρηματικό (το), Επιρρηματικός-ή-ό | adverbial |