ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ερωτηματικοαναφορικές | wh-NP |
εξάρτηση-wh (η) | wh-dependency |
ερωτηματική πρόταση (η) | wh-clause |
ερωτηματικό αναφορικό(το) | wh- |
ερωτοπροστακτικός-ή-ό | wh imperative |
εξασθένηση (η) | weakening |
επίπεδο Λ (το) | W-level |
ετεροίωση φωνήεντος (η) | vowel mutation |
εκούσια καταστολή αντιδράσεων | voluntary suppression of responses |
ένταση | volume |