ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
επιτάχυνση (η) | acceleration |
εργαστική γλώσσα (η) | absolutive language |
έκκροτος,-η,-ο, εξωθητικός,-η,-ο | abruptive |
Ελλειπτική (πτώση) (η) | abessive |
εκ των προτέρων/a priori αναλυτικό πρόγραμμα (το) | a priori syllabus |
εκ των υστέρων/a posteriori αναλυτικό πρόγραμμα (το) | a posteriori syllabus |
επωνύμιο (το) | (appellative) eponym |