Αγγλικός Όρος
murmuring
Κλάδος Γλωσσολογίας
ΦΩΝΗΤΙΚΗ
Πηγή
Routledge Dictionary of Language and Linguistics (1996)
Προτεινόμενος Ελληνικός Όρος
Όρος
μουρμουρητό (το), γογγυσμός (ο)
Πηγή
Glosbe (https://el.glosbe.com/en/el/murmuring)

feedback