- Αγγλικός Όρος
- katharevusa / Katharévusa / Katharevusa (opurist) Greek
- Κλάδος Γλωσσολογίας
- ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ
- Πηγές
- Routledge Dictionary of Language and Linguistics (1996)
- Πετρούνιας
- Προτεινόμενος Ελληνικός Όρος
- Όρος
- Καθαρεύουσα (η)
- Πηγές
- Μπαμπινιώτης
- Πετρούνιας