Αγγλικός Όρος
immediate constituent (IC)
Κλάδος Γλωσσολογίας
ΣΥΝΤΑΞΗ
Πηγή
Trask (1993)
Προτεινόμενος Ελληνικός Όρος
Όρος
άμεσο συστατικό (ΑΣ) (το)
Πηγές
Crystal (2003)
Lyons (2002)

feedback