- Αγγλικός Όρος
- experiencer
- Κλάδος Γλωσσολογίας
- ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΑ
- Πηγές
- Cruse (2006)
- Trask (1993)
- Crystal (2008)
- Fromkin (2011)
- Routledge Dictionary of Language and Linguistics (1996)
- Προτεινόμενος Ελληνικός Όρος
- Όρος
- φορέας εμπειρίας (ο), Δοκιμαζόμενος (ο)