Αγγλικός Όρος
adverbial participle
Κλάδος Γλωσσολογίας
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
Πηγή
Trask (1993)
Προτεινόμενος Ελληνικός Όρος
Όρος
επιρρηματική μετοχή (η)

feedback