- Αγγλικός Όρος
- tense (tns, TNS)
- Πηγές
- Trask (1993)
- Aitchison (2000)
- Crystal
- Ladefoged
- Routledge Dictionary of Language and Linguistics (1996)
- Προτεινόμενοι Ελληνικοί Όροι
- Όρος
- χρόνος (γραμματικός/ρηματικός)
- Πηγές
- ΛΚΝ
- Μπαμπινιώτης
- Ξυδόπουλος (2007)
- Όρος
- τεταμένος-η-ο