- Αγγλικός Όρος
- possessive pronoun pos(s), POS(S)
- Κλάδος Γλωσσολογίας
- ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
- Πηγές
- Trask (1993)
- Crystal (1997, 2002)
- Routledge Dictionary of Language and Linguistics (1996)
- Προτεινόμενος Ελληνικός Όρος
- Όρος
- κτητική αντωνυμία (η)
- Πηγή
- Ξυδόπουλος (2007)