- Αγγλικός Όρος
- plural of majesty
- Πηγή
- Routledge Dictionary of Language and Linguistics (1996)
- Προτεινόμενος Ελληνικός Όρος
- Όρος
- πληθυντικός της μεγαλοπρέπειας (ο)
- Πηγή
- Glosbe (https://el.glosbe.com/el/en/%CF%80%CE%BB%CE%B7%CE%B8%CF%85%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82%20%CF%84%CE%B7%CF%82%20%CE%BC%CE%B5%CE%B3%CE%B1%CE%BB%CE%BF%CF%80%CF%81%CE%AD%CF%80%CE%B5%CE%B9%CE%B1%CF%82)