- Αγγλικός Όρος
- plural (pl. PL)
- Κλάδοι Γλωσσολογίας
- ΓΕΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ
- ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
- Πηγές
- Cruse (2006)
- Trask (1993)
- Crystal (1997, 2002)
- Routledge Dictionary of Language and Linguistics (1996)
- Προτεινόμενος Ελληνικός Όρος
- Όρος
- πληθυντικός (αριθμός) (ο)
- Πηγές
- Crystal (2003)
- ΛΚΝ
- Ξυδόπουλος (2007)