ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
μετάπτωση (η) Abstufung
μετάπτωση (η) Abtönung
λάθος χρήση (η) abusage
κακομεταχείριση (η) abuse
κακομεταχειρίζομαι abuse
ακαδημαϊκό λεξικό (το) academic dictionary
ακαδημαϊκή λεξικογραφία (η) academic lexicography
ακαδημία (η) academy
ακαδημαϊκό λεξικό (το) academy dictionary
επιτάχυνση (η) acceleration