ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

284 results
Greek Term English Term
χρονοδρομολογώ schedule
χρονοδρομολογητής scheduler 
χρονικός χαρακτηρισμός (ο), χρονικό επίσημα (το) currency label
χρονικός χαρακτηρισμός (ο), χρονικό επίσημα (το) temporal label
χρονικός προσδιορισμός/συμπλήρωμα temporal adjunct/complement
χρονικός temporal
χρονικό στοιχείο (το) chrone
χρονικό στοιχείο (το) chrone
χρονικό στοιχείο (το) chroneme
χρονικό παράθυρο time window