ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
χαλαροποίηση (η) | laxing |
χαλαρό φωνήεν (το) | lax vowel |
χαλαρό συνώνυμο (το) | loose synonym |
χαλαρό πολυλεκτικό σύνθετο (το) | loose multi-word compound |
Χαλαρή ταυτότητα (η) | sloppy identity |
Χαλαρή ταυτότητα (η) | sloppy identity |
χαλαρή συνωνυμία (η) | loose synonymy |
Χακαλτέκ (η) (γλώσσα) | Jacaltec |
Χάιντα (η) (γλώσσα) | Haida |
χαϊδευτικό (το) | hypocoristic |