ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

446 results
Greek Term English Term
φωνολογική φράση (η) phonological phrase
φωνολογικό επίπεδο (το) phonological level
φωνολογικό κε­νό (το) phonological gap
φωνολογικό συστατικό (το) phonological constituent
φωνολογικό φαινόμενο (το) phonological phenomenon
φωνολογικό χαρακτηριστικό (το) phonological feature
φωνολογικός καθορισμός (ο) phonological conditioning
φωνολογικός κανόνας (ο) phonological rule
φωνολογικός τομέας (ο) phonological component
Φωνολογικός τύπος (ο) phonological form