ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

720 results
Greek Term English Term
Ταμίλ (η) (γλώσσα) TA
Ταμίλ Tamil
Ταμασέκ (η) (γλώσσα) Tamashek
ταλάντωση ανωτέρας αρμονικής (η) overtone
Ταλαντευόμενη μετοχή (η) dandling participle
Ταλαντευόμενη μετοχή (η) dangling participle
τακτικοί τύποι tactic forms
τακτικοί περιορισμοί(οι) tactics
τακτικοί περιορισμοί(οι) taxis
Τακτικοί περιορισμοί (οι) , διατακτική (η) tactic, tactics, taxis