ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

720 results
Greek Term English Term
τυποποιώ formalize
τυποποιητικό έγγραφο (το) normative document
τυποποίηση (η) standardization
τυποποίηση (η) formalization
τυποποίηση (η) formalization
τυποποιημένος,-η,-ο, μη φυσικός,-ή,-ό formalized / non-natural
τυποποιημένος-η-ο typed
τυποποιημένος όρος standardised term
τυποποιημένος ορισμός (ο) formulaic definition
τυποποιημένος λόγος (ο) formulaic discourse