ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ριζικό σύνθετο (το) | root compound |
ριζικός σχηματισμός | root creation |
ριζικό ουσιαστικό (το) | root noun |
ρίζα και σχήμα (το) | root-and-pattern |
ρουτίνα (η), πραγματολογικά δεσμευμένη έκφραση (η) | routine |
Ρωσικά | RU |
ρόλος | rule |
ρουμανική | Rumanian |
ρούνος (ο) | rune |
Ρωσικά | Russian |