ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

185 results
Greek Term English Term
ριζικό σύνθετο (το) root compound
ριζικός σχηματισμός root creation
ριζικό ουσιαστικό (το) root noun
ρίζα και σχήμα (το) root-and-pattern
ρουτίνα (η), πραγματολογικά δεσμευμένη έκφραση (η) routine
Ρωσικά RU
ρόλος rule
ρουμανική Rumanian
ρούνος (ο) rune
Ρωσικά Russian