ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
πλήρες λεξικό | unabridged dictionary |
Πανεπιστημιακό Κέντρο Έρευνας Σωμάτων Κειμένων Υπολογιστή σχετικά με τη Γλώσσα (το) | University Centre for Computer Corpus Research on Language (UCREL) |
παθητικό με un (το) | unpassive |
πρόσληψη (η) | uptake |
πληροφορία χρήσης (η) | usage information |
προσανατολισμός χρήστη (ο), οπτική χρήστη (η) | user orientation |
πράξη εκφώνησης (η), εκφωνηματική πράξη (η) | utterance act |
προγράμματα Varbrul (τα) | Varbrul programs |
ποικιλότητα | variability |
παραλλαγή (η) / μεταβλητός-ή-ό | variant |