ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
πλήρες λεξικό unabridged dictionary
Πανεπιστημιακό Κέντρο Έρευνας Σωμάτων Κειμένων Υπολογιστή σχετικά με τη Γλώσσα (το) University Centre for Computer Corpus Research on Language (UCREL)
παθητικό με un (το) unpassive
πρόσληψη (η) uptake
πληροφορία χρήσης (η) usage information
προσανατολισμός χρήστη (ο), οπτική χρήστη (η) user orientation
πράξη εκφώνησης (η), εκφωνηματική πράξη (η) utterance act
προγράμματα Varbrul (τα) Varbrul programs
ποικιλότητα variability
παραλλαγή (η) / μεταβλητός-ή-ό variant