ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
πρωτεύων primary
πρωτεύουσα άρθρωση (η) primary articulation
πρωτεύοντος αντικειμένου, αντιεργαστικός,-ή,-ό dechticaetiative
Πρωτεύοντα φωνήεντα (τα) primary vowels
πρωτεύοντα σημασιακά χαρακτηριστικά (τα) capital traits
Πρωτεύοντα οριακά φωνήεντα (τα) primary cardinal vowels
πρωτεύον οριακό φωνήεν (το) primary cardinal vowel
πρωτεύον κλειδί ταξινόμησης (το) primary sort key
πρωτεύον αντικείμενο αναφοράς (το) primary reference object
πρωτεύον αντικείμενο (το) primary object