ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
πρωτεύων | primary |
πρωτεύουσα άρθρωση (η) | primary articulation |
πρωτεύοντος αντικειμένου, αντιεργαστικός,-ή,-ό | dechticaetiative |
Πρωτεύοντα φωνήεντα (τα) | primary vowels |
πρωτεύοντα σημασιακά χαρακτηριστικά (τα) | capital traits |
Πρωτεύοντα οριακά φωνήεντα (τα) | primary cardinal vowels |
πρωτεύον οριακό φωνήεν (το) | primary cardinal vowel |
πρωτεύον κλειδί ταξινόμησης (το) | primary sort key |
πρωτεύον αντικείμενο αναφοράς (το) | primary reference object |
πρωτεύον αντικείμενο (το) | primary object |