ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
πυκνότητα μαθήματος (η) course density
Πυκνή περιοχή/γειτονιά (η) dense neighbourhood
πυ­ρη­νι­κός μου­σι­κός τό­νος (ο) nuclear tone
πτωτικός χαρακτηρισμός (ο) case qualification
πτωτικός προσδιορισμός (ο) case qualification
πτωτικός δείκτης (ο) case marker
πτωτικοί ρόλοι/λειτουργικοί ρόλοι/ρόλοι του συμμετέχοντος/θεματικοί ρόλοι (οι) case roles
πτωτικό φίλτρο (το) case filter
πτωτική κυβέρνηση case government
πτωτική ένδειξη cue case