ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

553 results
Greek Term English Term
Ολλανδικά Dutch
ολιστικός,-ή,-ό holistic
ολιστική/αθροιστική σάρωση (η) summary scanning
ολιστική μάθηση (η) global learning
ολιστική θεωρία (η) holistic theory
ολιστική γλωσσολογία (η) integrational linguistics
ολιστική αντίληψη (η) gestalt perception
ολιστικές θεωρίες λεξικής σημασίας (οι) holistic theories of word meaning
Ολικός-ή-ό total
ολικός ποσοδείκτης (ο) all-quantifier