ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Ολλανδικά | Dutch |
ολιστικός,-ή,-ό | holistic |
ολιστική/αθροιστική σάρωση (η) | summary scanning |
ολιστική μάθηση (η) | global learning |
ολιστική θεωρία (η) | holistic theory |
ολιστική γλωσσολογία (η) | integrational linguistics |
ολιστική αντίληψη (η) | gestalt perception |
ολιστικές θεωρίες λεξικής σημασίας (οι) | holistic theories of word meaning |
Ολικός-ή-ό | total |
ολικός ποσοδείκτης (ο) | all-quantifier |